ἁδροῦ

ἁδροῦ
ἁ̱δροῦ , ἁδρέω
to be full-grown
imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic)
ἁδρέω
to be full-grown
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἁ̱δροῦ , ἁδρόομαι
grow stout
imperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἁδρόομαι
grow stout
pres imperat mid 2nd sg
ἁδρόομαι
grow stout
imperf ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἁδρός
thick
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • πλακοειδής — ές, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πλάκας 2. φρ. «πλακοειδές κολλέγχυμα» βοτ. τύπος κολλεγχύματος στο οποίο η πάχυνση τών κυτταρικών τοιχωμάτων του τελείται στις εφαπτόμενες επιφάνειές τους β) «πλακοειδές λέπι» ζωολ. τύπος αδρού λεπιού τών σελάχιων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”